Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε περί το 280-284 μ.Χ. και πέθανε το 303 ή το 305 μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη και αποτελεί ένα από τους Μεγαλομάρτυρες της Χριστιανοσύνης.

Ο Δημήτριος ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας στη Θεσσαλονίκη. Σύντομα ανελίχθηκε στις βαθμίδες του Ρωμαϊκού στρατού με αποτέλεσμα σε ηλικία 22 ετών να φέρει το βαθμό του χιλιάρχου. Ως αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού κάτω από τη διοίκηση του Τετράρχη (και έπειτα αυτοκράτορα) Γαλερίου Μαξιμιανού, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός, έγινε χριστιανός και φυλακίστηκε στην Θεσσαλονίκη το 303 μ.Χ., διότι αγνόησε το διάταγμα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού «περί αρνήσεως του χριστιανισμού». Μάλιστα λίγο νωρίτερα είχε ιδρύσει κύκλο νέων προς μελέτη της Αγίας Γραφής.

Στη φυλακή ήταν και ένας νεαρός χριστιανός ο Νέστορας ο οποίος θα αντιμετώπιζε σε μονομαχία τον φοβερό μονομάχο της εποχής Λυαίο. Ο νεαρός χριστιανός πριν τη μονομαχία επισκέφθηκε τον Δημήτριο και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Άγιος Δημήτριος του έδωσε την ευχή του και το αποτέλεσμα ήταν ο Νέστορας να νικήσει το Λυαίο και να προκαλέσει την οργή του αυτοκράτορα. Διατάχθηκε τότε να θανατωθούν και οι δύο, Νέστορας και Δημήτριος.

 

Οι συγγραφείς εγκωμίων του Αγίου Δημητρίου, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος ο Παλαμάς και Δημήτριος Χρυσολωράς, αναφέρουν ότι το σώμα του Αγίου ετάφη στον τόπο του μαρτυρίου, ο δε τάφος μετεβλήθη σε βαθύ φρέαρ που ανέβλυζε μύρο, εξ ου και η προσωνυμία του Μυροβλήτου.

Στις βυζαντινές εικόνες αλλά και στη σύγχρονη αγιογραφία ο Άγιος Δημήτριος παρουσιάζεται αρκετές φορές ως καβαλάρης με κόκκινο άλογο (σε αντιδιαστολή του λευκού αλόγου του Αγίου Γεωργίου) να πατά τον άπιστο Λυαίο.

 

Σήμερα 26 Οκτωβρίου, ο Άγιος Δημήτριος τιμάται ως πολιούχος Άγιος της Θεσσαλονίκης.

Με τη βοήθεια του Αγίου Δημητρίου, η πόλη της Θεσααλονίκης σώθηκε πολλές φορές από τις επιδρομές των Αβάρων, των Σλάβων και των Βουλγάρων. Οι υπερασπιστές της διηγούνταν πολλές φορές ότι έβλεπαν έναν πολεμιστή πάνω στο άλογο του να προχωρεί μπροστά στα πλήθη και να καταδιώκει με το ξίφος του τους εχθρούς. Με αυτή την μορφή παρουσιάζεται και από τη βυζαντινή αγιογραφία.

Οι μαρτυρίες λένε ότι δεν τον έβλεπαν σε όνειρο, αλλά τον έβλεπαν στην πραγματικότητα αυτόν τον ίδιον να μάχεται μεταξύ των στρατιωτών, να προηγείται και να οδηγεί αυτούς στην νίκη και στην σωτηρία.

Και άλλοτε τον έβλεπαν επάνω στα τείχη όμοιον προς οπλίτη πλήττοντα με το ξίφος του τους βαρβάρους. Άλλοτε τον έβλεπαν ενδεδυμένο με χλαίναν επί του πολεμικού του ίππου και κραδαίνοντα την αήττητον λόγχην του να προηγείται στις εξόδους εναντίον των πολιορκητών, όπως διαβάζουμε στο dogma.gr.

Άλλοτε πάλιν φορών λευκή χλαμύδα διατρέχει το τείχος και έπειτα τρέχει επί της θαλάσσης δρομαίως περιπατών ως επί στερεού εδάφους και διασκορπίζει τον στόλο των βαρβαρικών μονοξύλων.

Και δεν τον έβλεπαν τον Αθλοφόρο μόνο οι πιστοί αλλά και αυτοί οι εχθροί. Όταν, μάλιστα, τους ρωτούσαν μετά τη νίκη γιατί έφυγαν εκείνοι έλεγαν: «Είδομεν ένα άνδρα ξανθόν και λαμπρόν, ο οποίος εκάθητο επί λευκού ίππου και εφόρει ιμάτιον λευκόν».

ΠΗΓΗ 26 Οκτωβρίου: Γιορτάζουν Άγιος Δημήτριος και Θεσσαλονίκη - Newsbomb - Ειδησεις - News

 

Η Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε στις 26 και 27 Οκτωβρίου 1912 με την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στην πόλη έπειτα από τις νικηφόρες μάχες των Ελλήνων στα Γιαννιτσά και στο Σαραντάπορο. 20 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις υπό των εντολών του Βασιλιά Κωνσταντίνου, κατευθυνόταν στην Βόρεια Ήπειρο, προς απελευθέρωση αυτής. Μετά απο έντονη διαφωνία όμως του Ελευθέριου Βενιζέλου με τον Βασιλιά, επικράτησε η διαταγή του Πρωθυπουργού και τα Ελληνικά στρατεύματα οδηγήθηκαν προς απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, ωστε να προλάβουν την επέλαση των Βουλγάρων, οι οποίοι ενδιαφερόταν να καταλάβουν την πόλη και να έχουν πρόσβαση στο Αιγαίο. Μετά απο τις προαναφερόμενες μάχες τα Ελληνικά στρατεύματα κατέλαβαν την πόλη και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος έκανε θριαμβευτική είσοδο στην Θεσσαλονίκη. Ο Οθωμανός στρατηγός της Θεσσαλονίκης, Χασάν Ταχσίν Πασάς, παρέδωσε την πόλη στους Έλληνες, άνευ όρων και μαζί με 25.000 αιχμαλώτους, με συμφωνία που υπεγράφη στο χωριό Τοψίν (σημερινή Γέφυρα Θεσσαλονίκης).

Με αφορμή το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, με τις βαλκανικές χώρες να στρέφονται εναντίον των Οθωμανών, οι χώρες ξεκίνησαν την επεκτατική πορεία. Οι Έλληνες αφού κατάφεραν να προσαρτήσουν μεγάλο μέρος της Μακεδονίας προσέγγισαν την Θεσσαλονίκη. Τα ελληνικά στρατεύματα της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας πήραν εντολή από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄ να κινηθούν ταχύτατα προς την Θεσσαλονίκη πριν φτάσουν οι Βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις, γιατί τότε η Μακεδονία αποτελούσε σημείο σύγκρουσης Ελλήνων και Βουλγάρων για την κυριαρχία στην περιοχή. Τα στρατεύματα της Θεσσαλίας, με εντολή του Βασιλιά Γεωργίου Α΄ κινήθηκαν βορειότερα και έπειτα από την Μάχη των Γιαννιτσών έφτασαν έξω από την Θεσσαλονίκη, ενώ τα στρατεύματα της Μακεδονίας κατευθύνθηκαν νοτιότερα, με εντολή του Ελευθερίου Βενιζέλου και ύστερα από την Μάχη του Σαρανταπόρου έφτασαν και αυτοί στην Θεσσαλονίκη[ασαφές]. Οι τουρκικές δυνάμεις μετά από την ήττα στο Σαραντάπορο, κατευθύνθηκαν στα Γιαννιτσά δίνοντας αμυντική μάχη για να ανακόψουν την ελληνική πορεία προς την Θεσσαλονίκη, όμως ο ελληνικός στρατός νίκησε την μάχη και προωθήθηκε στην πόλη. Στις 25 Οκτωβρίου 1912, τα ελληνικά στρατεύματα περικύκλωσαν την Θεσσαλονίκη. Στις 26 και 27 Οκτωβρίου 1912, ο Χασάν Ταχσίν Πασάς αναγκάστηκε να υπογράψει το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες, άνευ όρων και έδωσε 25.000 αιχμαλώτους. Η επικράτεια των Ελλήνων στην Μακεδονία ήταν αιτία που ξέσπασε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος γιατί οι Βούλγαροι δεν έμειναν ικανοποιημένοι από τα εδάφη που κατέλαβαν.

ΠΗΓΗ Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)